- ῥαβάσσω
- ῥᾰβάσσω, [dialect] Att. [suff] πώτ-ττω,= ῥάσσω, ἀράσσω,A make a noise, esp. by dancing or beating time with the feet, Hsch., Phot.; cf. ἀρραβάσσω.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ραβάσσω — και αττ. τ. ραβάττω Α (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) προκαλώ κρότο, ιδίως χορεύοντας ή κρατώντας τον ρυθμό με το πόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης ετυμολ. που συνδέεται πιθ. με τον τ. τον οποίο παραδίδει ο Ησύχ. «ἀρράβακα ὀρχηστήν ἀπό τοῦ… … Dictionary of Greek
ῥαβάττειν — ῥαβάσσω make a noise pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)